- γκέρλς
- τα άκλ. эстрадные танцовщицы, гёрлс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκερλς — τα χορεύτριες μπαλέτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < girls, πληθυντικός τού (αγγλ.) girl «κορίτσι»] … Dictionary of Greek